χάνος

χάνος
Περισσότερο γνωστή ονομασία του ψαριού σερράνος ο ήπατος της οικογένειας των σερρανιδών, που ανήκει στην υποτάξη των περκοειδών της τάξης των περκόμορφων. Πρόκειται για θαλασσινή πέρκα, που ζει κοντά στις ακτές, σε αβαθείς θάλασσες των θερμών κυρίως χωρών. Έχει σώμα σαν αδράχτι σκεπασμένο με πολλά λέπια. Το στόμα της είναι μεγάλο (από εδώ και η έκφραση χάσκει σαν χάνος) με πολλά δόντια. Έχει ένα μόνο ραχιαίο πτερύγιο. Η οικογένεια των σερρανιδών αριθμεί περίπου 500 είδη.
* * *
(I)
ο, Ν
βλ. χαν.
————————
(II)
ο, Ν
ζωολ. βλ. χάννος.
————————
(III)
-ους και -εος, τὸ, Α
το στόμα, ιδίως το ανοιχτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χᾰν- τού ρ. χαίνω (βλ. λ. χάσκω), κατά τα σιγμόληκτα ουδ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χάνος — mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάνος — ο (λ. τουρκ.), ηγεμόνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χανός — χᾱνός , χάν goose masc gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάνει — χάνος mouth neut nom/voc/acc dual (attic epic) χάνεϊ , χάνος mouth neut dat sg (epic ionic) χάνος mouth neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάνη — χάνος mouth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χάνος mouth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάνην — χάνος mouth neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάνους — χάνος mouth neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ĝhan- —     ĝhan     English meaning: to yawn     Deutsche Übersetzung: “gähnen, klaffen”     Material: Gk. Hom. ἔχανον Aor. (lit. Imperf. to *χα νᾱ μι, *χά νω), κέχηνα perf. (Dor. κεχά̄ναντι) “ yawn, klaffen” (thereafter Lateeres present χαίνω), τὸ… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • αειχανής — ἀειχανής, ές (Μ) αυτός που πάντοτε χάσκει, που παραμένει πάντα ανοιχτός (για τους βυθούς τής αβύσσου). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + χανὴς < χάνος, το (= ανοικτό στόμα, άνοιγμα) ή από το ἔχανον, αόρ. β τού χάσκω] …   Dictionary of Greek

  • ευρυχανής — εὐρυχανής, ές (ΑΜ) ο πολύ ανοιχτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + χανής (< χάνος «στόμα, φάρυγγας»), πρβλ. α χανής, ημι χανής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”